διακοίνωση — η 1. γνωστοποίηση, αναγγελία, ειδοποίηση 2. υπογεγραμμένο διπλωματικό έγγραφο με το οποίο διαβιβάζεται, μέσω διπλωματικού αντιπροσώπου, προς την κυβέρνηση άλλης χώρας σημαντική ανακοίνωση 3. φρ. «ρηματική διακοίνωση» ανακοίνωση που γίνεται με… … Dictionary of Greek
ταυτόσημος — η, ο / ταὐτόσημος, ον, ΝΜ (για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος νεοελλ. 1. όμοιος, απαράλλαχτος 2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το… … Dictionary of Greek
Ίμια — Δύο μικρές βραχονησίδες στο Αιγαίο. Βρίσκονται στα ΒΑ της Καλύμνου, κοντά στη νήσο Καλολίμνη. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. Απέχουν 12 ναυτικά μίλια από την Κάλυμνο και 3 ναυτικά μίλια από τις τουρκικές ακτές.… … Dictionary of Greek
διακοινώνω — 1. κάνω γνωστό, ανακοινώνω 2. γνωστοποιώ επίσημα, κάνω κάτι γνωστό με διακοίνωση … Dictionary of Greek
νότα — (I) η 1. μουσ. φθογγόσημο 2. χρώμα, χροιά ήχου ή τόνου 3. μτφ. άτομο ή κατάσταση που προκαλεί ευχάριστη ή δυσάρεστη διάθεση («η παρουσία του αποτέλεσε μια ευχάριστη νότα στη ζωή μας») 4. φρ. «είναι με τις νότες του» έχει τις ιδιοτροπίες του.… … Dictionary of Greek
ρηματικός — ή, ό / ῥηματικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῆμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα 2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο») νεοελλ. (και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική… … Dictionary of Greek
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… … Dictionary of Greek
Λαυριακά ή Λαυρεωτικά — Ονομασία του πολιτικού ζητήματος που προέκυψε μετά την πρόταση εθνικοποίησης των εκβολάδων και των σκωριών (σκουριές) του αρχαίου μεταλλείου του Λαυρίου. Τα γεγονότα αυτά συντάραξαν το πανελλήνιο και απασχόλησαν την ελληνική βουλή κατά την… … Dictionary of Greek
Ναυαρίνο — Ιστορικός οικισμός της Μεσσηνίας, στο Ιόνιο, γνωστός σήμερα με την ονομασία Πύλος. Αναφέρεται επίσης ως Νιόκατρο ή Νεόκαστρο. ναυμαχία του Ν. Ναυτική σύγκρουση του τουρκοαιγυπτιακού στόλού με ενωμένες ναυτικές μοίρες του αγγλικού, γαλλικού και… … Dictionary of Greek